- λαμπρόσκολα
- ταοι σκόλες της Λαμπρής, οι ημέρες αργίας των εορτών του Πάσχα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
λαμπρόσκολα — και λαμπρόσχολα, τά οι ημέρες αργίας τού Πάσχα. [ΕΤΥΜΟΛ. < Λαμπρή + σχόλη] … Dictionary of Greek
λαμπρός — Άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Βλ. λ. Θεόδωρος. Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. * * * ή, ό, θηλ. και ά (AM λαμπρός, ά, όν, θηλ. και ή) 1. αυτός που λάμπει, λαμπερός, φωτεινός, ακτινοβόλος (α. «ο ήλιος είναι σήμερα λαμπρός» β. «ἦν … Dictionary of Greek
λαμπρόσχολα — τα βλ. λαμπρόσκολα … Dictionary of Greek